- ἀπίστους
- ἄπιστοςnot to be trustedmasc/fem acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
невѣровати — НЕВѢР|ОВАТИ (37), ОУЮ, ОУѤТЬ гл. Не верить; сомневаться: си же въ •л҃• лѣ(т) пока˫авъшиихъсѧ. о нечистотѣ юже невѣжьствъмь съдѣ˫аша. не подобаѥть невѣровати намъ. (ἀμφιβολλειν) КЕ XII, 181б; аще межю двѣма нѣкыма будеть потѧзаниѥ. за нѣкоѥ имѣниѥ … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
невѣрьныи — (227) пр. 1. Недостоверный, сомнительный; ошибочный: и се не акы невѣрьно. нъ а||кы извѣсто паче полагаю Изб 1076, 247–247 об.; понѥже съподоби братъ и съслѹжьникъ нашь алупии невѣрьномъ быти канономъ. (ἀμφιβόλους) КЕ XII, 110б; си˫а же не все по … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
Οδυσσέας — Περίφημος ήρωας του ομηρικού έπους, γιος του βασιλιά της Ιθάκης, Λαέρτη και της Αντίκλειας. Στην Ιλιάδα είναι ο πιστός συνεργάτης του Αγαμέμνονα και των άλλων ηρώων, πολεμιστής γενναίος, συνετός και πανούργος. Στην Οδύσσεια, της οποίας είναι ο… … Dictionary of Greek
ετεροζυγώ — ἑτεροζυγῶ, έω (ΑΜ) [ετερόζυγος] μσν. διαφωνώ αρχ. 1. (για ζώα) α) είμαι ετερόζυγος, είμαι ζευγμένος με ζώο άλλου είδους β) σύρω με άνιση δύναμη 2. μτφ. συνοδοιπορώ με κάποιον που δεν μού ταιριάζει («μὴ γίνεσθε ἑτεροζυγοῡντες ἀπίστοις» μη… … Dictionary of Greek
εφορκίζω — (ΑΜ ἐφορκίζω) δ. τ. τοῡ ἐπορκίζω νεοελλ. εκκλ. διώχνω με την επίκληση τού Αγίου Πνεύματος το πονηρό πνεύμα από τον κατηχούμενο χριστιανό, εξορκίζω μσν. κατηχώ απίστους. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ὁρκ ίζω (< ὅρκος)] … Dictionary of Greek
λίβανος — Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας, στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β, Α και ΝΑ με τη Συρία, στα Ν με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Δ από τη Μεσόγειο θάλασσα.Περιλαμβανόμενη μεταξύ της οροσειράς του Aντιλιβάνου και της Mπαχρ ελ Mουτεουάσιτ, η Δημοκρατία … Dictionary of Greek
ορειβατώ — (Α ὀρειβατῶ, έω) [ορειβάτης] νεοελλ. εκτελώ αναβάσεις στα όρη, είμαι ορειβάτης αρχ. 1. διαβαίνω τα όρη («καὶ τραχύτητας ἀπίστους ὀρειβατεῑν εἰωθότες», Διόδ.) 2. περιπλανιέμαι στα όρη, βαδίζω στα όρη … Dictionary of Greek
παναραβισμός — Μία από τις πλέον παρεξηγημένες ίσως έννοιες στη σύγχρονη διεθνή ιστορία είναι η έννοια του αραβισμού, δηλαδή του σύγχρονου εθνικισμού των Αράβων, που στηρίζεται στην έννοια του αραβισμού ή του αραβικού έθνους. Το κριτήριο της εθνικής ταυτότητας … Dictionary of Greek
πανισλαμισμός — Πολιτικοθρησκευτική τάση που αποβλέπει στη συνένωση υπό κοινή ηγεσία όλων των μουσουλμανικών λαών. Ο π. είναι αποτέλεσμα της αφύπνισης των μουσουλμανικών χωρών και της επαφής τους με τον ευρωπαϊκό πολιτισμό στη διάρκεια του 19ου αι. Ο π.… … Dictionary of Greek
Αλέξανδρος Αβωνοτειχίτης — (105 – 171 μ.Χ.). Μυστικιστής από το Άβωνο της Θράκης. Ίδρυσε στο χωριό αυτό ένα θεραπευτήριο, το οποίο εξελίχθηκε σε κέντρο λατρείας και μυστηρίων. Τα μυστήρια αυτά διαιρούνταν σε τρεις βαθμούς, που ονομάζονταν ημέρες. Ο πρώτος βαθμός αφορούσε… … Dictionary of Greek